Η καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης στα παιδιά είναι απαράμιλλης σημασίας, αφού με αυτήν θα εξοπλιστούν με τα κατάλληλα εφόδια ώστε να εξελιχθούν σε ενήλικες ικανούς να διαχειρίζονται με επιτυχία τα συναισθήματα τους, να στηρίζονται στον εαυτό τους σε δύσκολες καταστάσεις, να μάθουν να ελίσσονται και να εξελίσσονται μέσα από αυτές, καθώς και να έχουν υγιή αυτoεικόνα και αυτοεκτίμηση.
Ένας βασικός τρόπος ώστε να επιτευχτεί αυτό, είναι από την προσχολική κιόλας ηλικία να αναπτύξουν ένα «συναισθηματικό λεξικό», ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται τα συναισθήματά τους και να μπορούν να επιλύουν προβλήματα με σχετική ευκολία αντί να καταρρέουν με την πρώτη δυσκολία, κάτι που θα τους δώσει μια ανώτερη ποιοτικά ζωή σε όλους του τομείς.
Τα παιδάκια προσχολικής ηλικίας από την μια μπορεί να παίζουν αμέριμνα και από την άλλη να έχουν έντονες συναισθηματικές εκρήξεις αφού αφενός είναι υπερφορτωμένα με πάμπολλα ερεθίσματα εσωτερικά και εξωτερικά και αφετέρου δεν έχουν ακόμα αποκτήσει το κατάλληλο λεξιλόγιο ώστε να μπορούν με άνεση να εκφράσουν τα θέλω και τις ανάγκες τους, πράγμα που συχνά τα φέρνει σε κατάσταση αγανάκτησης και άλλων έντονων συναισθημάτων.
Οι γονείς παίζουν τεράστιο ρόλο στο να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν συναισθηματική νοημοσύνη. Όταν ένα παιδί αντιδρά έντονα, συχνά οι γονείς μπορεί να φωνάξουν στο παιδάκι ή να του πούν να «μην θυμώνει». Εν ολίγοις, συχνά και συνήθως άθελα τους, ακυρώνουν τη συναισθηματική τους πραγματικότητα με αποτέλεσμα, κατ’ επανάληψη τα παιδιά να λαμβάνουν το μήνυμα ότι τα συναισθήματα τους δεν μετρούν, πράγμα που δυστυχώς σιγά σιγά τους οδηγεί στο να τα καταπιέζουν. Τα καταπιεσμένα συναισθήματα είναι εχθρός της ψυχικής υγείας και ευεξίας με αρνητικά επακόλουθα όπως ψυχοσωματικές παθήσεις, ψυχολογικές διαταραχές, παθητικό-επιθετικότητα κ.α.
Μια καλή προσέγγιση στο μεγάλωμα συναισθηματικά έξυπνων παιδιών είναι και η μέθοδος που περιγράφεται πιο κάτω.
Αρχικά ο γονιός θα πρέπει να ΑΚΟΥΣΕΙ το παιδί και να του δώσει χώρο να εκφραστεί αντί να προσπαθήσει αμέσως να αντικόψει τη ροή του συναισθήματος ή να λειτουργήσει σαν «πυροσβέστης». Αντίθετο της ικανότητας που λέγεται καλή ακρόαση, είναι η βιαστική «αντίδραση» προτού εισακουστεί ολοκληρωτικά ο άλλος, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης του και την έκφραση των συναισθημάτων του, που θα είχε ίσως ιαματικό αποτέλεσμα για τον ίδιο.
Στη συνέχεια αφού εισακουστεί το παιδί, ο γονιός ΟΝΟΜΑΖΕΙ το συναίσθημα, βοηθώντας το έτσι να αποκτήσει ένα πλούσιο λεξιλόγιο συναισθημάτων ώστε να κατανοήσει τον εαυτό του και τις αντιδράσεις του καλύτερα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω καθρεφτίσματος του συναισθήματος του παιδιού πίσω σε αυτό, πράγμα που του μεταλαμπαδεύει και την έννοια της ενσυναίσθησης, διαπροσωπική ικανότητα η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ είναι συνυφασμένη με τον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης. Ένα παράδειγμα καθρεφτίσματος του συναισθήματος είναι «Αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι λύπη, έτσι;”
Στη συνέχεια, ο γονιός δεν θα πρέπει να καταδικάσει το συναίσθημα ως «λανθασμένο» ή «απρεπές» ακόμα και όταν ο ίδιος δεν το συμμερίζεται, αλλά αντίθετα θα πρέπει να το ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙ, λέγοντας κάτι σαν «Είναι πραγματικά άσχημο όταν συμβαίνει αυτό. Καταλαβαίνω πώς νοιώθεις». Έτσι το παιδί εκλαμβάνει τα συναισθήματα του ως βάσιμα και όχι ως πηγές ντροπής και ενοχών.
Μέσα σε αυτό το υποστηρικτικό πλαίσιο, το παιδάκι θα νοιώσει ασφάλεια να εκφράζει τα συναισθήματα του ώστε να είναι αυθεντικό και να στρέφεται στους γονείς του όταν το έχει ανάγκη. Σε αντίθετη περίπτωση το παιδάκι θα αρχίσει να αισθάνεται ντροπή για τις συναισθηματικές του αντιδράσεις και θυμό προς τον εαυτό του και τους άλλους.
Οι συναισθηματικές αυτές εκρήξεις καλό θα είναι να εκλαμβάνονται ως ευκαιρίες για μάθηση, τόσο του παιδιού όσο και του γονέα. Φυσικά τα πιο πάνω δεν είναι συνώνυμα με το να μην χαλά χατίρι ο γονιός στο παιδί. ‘Έτσι ακόμα και όταν ο γονιός δεν είναι σύμφωνος με κάτι που θέλει το παιδί, καλό θα ήταν να του πει κάτι σαν «Το ξέρω ότι αισθάνεσαι λύπη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε παγωτό σήμερα αφού σε πονά ο λαιμός σου». Άρα ναι μεν χρειάζεται οριοθέτηση, αλλά πάντοτε με ενσυναίσθηση και αποδοχή της συναισθηματικής πραγματικότητας του παιδιού.
Τέλος, ο γονιός παρέχει την καλύτερη ψυχοεκπαίδευση στο παιδί του μέσω του δικού του παραδείγματος. Εννοείται ότι και οι γονείς είναι άνθρωποι και όχι υπεράνθρωποι και είναι φυσικό να κάνουν λάθη ή να μην γνωρίζουν τα πάντα, όμως το οφείλουν στα παιδιά τους να εκπαιδεύονται δια βίου. Σε αυτό μπορεί να συμβάλει, μεταξύ άλλων, και η επίσκεψη σε ένα ψυχολόγο, ο οποίος θα παρέχει τις απαραίτητες και επιστημονικά καταρτισμένες συμβουλές. Επίσης ο κάθε γονιός δεν πρέπει να ξεχνά ότι έχει και ο ίδιος ανάγκες και συναισθήματα. Αν είναι όμως αποκομμένος από αυτά, αυτό θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και το μεγάλωμα των παιδιών, οπόταν είναι καλό να αποταθεί, αν αυτό ισχύει, για ψυχολογική βοήθεια ώστε να καλλιεργήσει πρώτα ο ίδιος συναισθηματικό λεξιλόγιο, να αποκτήσει περισσότερη αυτογνωσία και να έρθει σε επαφή με τις δικές του ανάγκες και θέλω.
Το έργο ενός γονιού αν και πολύπλοκο είναι συνάμα πολύ όμορφο και νοηματοδοτεί τη ζωή. Κανένας γονιός δεν καλείτε να είναι παντογνώστης, οφείλει όμως να μαθαίνει και να εξελίσσεται, ξεκινώντας από τον ίδιο του τον εαυτό. Άρα μιλάμε για μεγάλωμα παιδιών με συνειδητότητα και όχι με άγνοια, ως έρμαια των υπολειμμάτων προηγούμενων και ίσως «κοιμώμενων» γενεών (Conscious Vs Unconscious parenting).
Για οποιαδήποτε απορία ή διευθέτηση συνάντησης παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου μέσω της πιο κάτω φόρμας ή τηλεφωνικώς στο +357 96 368522