Η περίοδος της εφηβείας, που χρονολογικά κυμαίνεται μεταξύ των ηλικιών 13-18, χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από έντονες και σημαντικές αλλαγές στην σωματική ανάπτυξη, συναισθηματική διακύμανση αλλά και στα χαρακτηριολογικά στοιχεία της προσωπικότητας. Ως εκ τούτου, αποτελεί μια περίοδο γεμάτη προκλήσεις, τόσο για τους ίδιους τους εφήβους, αλλά και για τους γονείς, με την σωστή διαπαιδαγώγηση των δεύτερων να αποτελεί σημαντικό βοηθητικό παράγοντα στην ομαλή μετάβαση του εφήβου προς την ενήλικη ζωή.
Συχνά οι γονείς παρουσιάζονται προβληματισμένοι, καθώς δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς να προσεγγίσουν και να επικοινωνήσουν με το παιδί τους, που αρκετές φορές παρουσιάζεται απόμακρο και αντιδραστικό. Συχνά τα πράγματα περιπλέκονται και από τη δική τους δυσκολία στο να «αφήσουν» τα παιδιά τους να «φύγουν», τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά. Κυριολεκτικά με το να τους επιτραπεί να αρχίσουν να περνούν περισσότερο χρόνο εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, αναπτύσσοντας νέα ενδιαφέροντα και φιλίες και εξερευνώντας τον κόσμο και μεταφορικά, δίνοντας τους την ελευθερία να εξερευνήσουν και να εντοπίσουν δικές τους αξίες, απόψεις και πιστεύω εκτός από αυτές που έχουν διαμορφωθεί εντός του οικογενειακού πλαισίου.
Η περίοδος αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική στη διαμόρφωση της ταυτότητας, οπότε η ανάγκη τους για ανεξαρτησία είναι φυσιολογική και αναμενόμενη. Όπως ένα μικρό παιδί κάνει δύο βήματα μπροστά προσπαθώντας να περπατήσει και τρέχει πίσω στη μαμά για να βεβαιωθεί ότι εκείνη είναι ακόμα εκεί, κάπως έτσι και οι έφηβοι εξερευνούν την αλληλεπίδραση τους με τον κόσμο για να επιστρέψουν πίσω στην οικογενειακή φωλιά ως το σταθερό σημείο αναφοράς τους. Και αυτό ακριβώς πρέπει να αποτελεί η οικογένεια, μια εστία σταθερότητας και ζεστασιάς όπου ο έφηβος μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει, αφού από μόνος του θα εντοπίσει, αργά ή γρήγορα, ότι ο έξω κόσμος δεν μπορεί να του παρέχει, στις πλείστες των περιπτώσεων, την ανιδιοτελή αγάπη και σταθερότητα της οικογένειας.
Έτσι λοιπόν, ο έφηβος ισορροπεί σε ένα σχοινί αμφιταλαντευόμενο μεταξύ της ανεξαρτησίας και της εξάρτησης και οι γονείς καλούνται να έχουν «πάντα ανοικτή την πόρτα» όταν το παιδί τους θέλει να μιλήσει για κάτι που το προβληματίζει. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι το παιδί πρέπει να είναι ανεξέλεγκτο, αλλά είναι καλό να συζητηθεί σε ένα κλίμα φιλικό, το τι θεωρείται επιτρεπτό και τι όχι και να επεξηγηθεί στο παιδί γιατί κάποια πράγματα θα πρέπει να περιμένουν λίγο ακόμα ή να αποφευχθούν εξολοκλήρου. Λαμβάνοντας μέρος σε μια τέτοια συζήτηση, ο έφηβος θα νοιώσει ότι η άποψη του μετρά και ότι συνέβαλε στις αποφάσεις αυτές και ο ίδιος, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο πιθανόν να δεσμευτεί προς αυτές. Για παράδειγμα να καθοριστεί από κοινού που μπορεί να πηγαίνει, μέχρι ποια ώρα και με ποιους. Καλό είναι οι γονείς να είναι ανοιχτοί και θερμοί προς του φίλους του παιδιού και να τους προσκαλεί στο σπίτι, σεβόμενοι πάντα τον προσωπικό χρόνο του παιδιού με τους φίλους του.
Ελεγκτικές, χειριστικές και τιμωρητικές συμπεριφορές θα πρέπει να αποφεύγονται, αφού αυτές απλά απομακρύνουν τον έφηβο και να αντικατασταθούν από ανοικτή και απρόσκοπτη επικοινωνία, κατανόηση και σεβασμό. Επίσης οι γονείς καλό είναι να «επιλέγουν τις μάχες τους» με το να επιλέγουν τα θέματα με τα οποία «αξίζει» να ασχοληθούν.
Είναι επίσης σημαντικό να μοιράζονται από κοινού δραστηριότητες, ώστε να μπορούν να περνούν ποιοτικό χρόνο μεταξύ τους και να ενδυναμώνεται η σχέση τους. Να είναι ευέλικτοι αλλά και σταθεροί στις απόψεις τους, να αποτελούν θετικά πρότυπα, να εκδηλώνουν αγάπη και αποδοχή, να βάζουν τον εαυτό τους στη θέση του εφήβου, να μην καλλιεργούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες και απαιτήσεις και γενικά να εξισορροπούν μεταξύ υπερβολικής και ελλιπούς πειθαρχίας, εντοπίζοντας και εφαρμόζοντας την κατάλληλη δόση.
Επιπρόσθετα θα πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν προειδοποιητικά σημάδια όταν κάτι δεν πάει καλά με το έφηβο παιδί τους, όπως έντονες και απότομες αλλαγές στην συμπεριφορά, επαναλαμβανόμενες απουσίες από το σχολείο, μεγάλη αλλαγή στην σχολική επίδοση και απόδοση, προβλήματα με τον νόμο, μειωμένη διάθεση κ.α, ώστε να λάβουν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα, όπως για παράδειγμα το να αποταθούν στον ειδικό ψυχικής υγείας.
Τέλος να μην παίρνουν τα ξεσπάσματα των έφηβων προσωπικά, αφού αυτό απλά περιπλέκει τα πράγματα.
Συνοψίζοντας, μια υγιής σχέση με το έφηβο παιδί είναι αυτή στην οποία γονείς και παιδί επικοινωνούν ανοικτά και συχνά, περνούν ποιοτικό χρόνο μαζί, αισθάνονται άνετα με το να μοιράζονται σκέψεις και εμπειρίες χωρίς τον φόβο της επίκρισης και της απόρριψης και ενθαρρύνονται να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, αφού πρώτα ακούσουν και είναι δεκτικοί στην άποψη του γονιού. Οι γονείς πρέπει να θυμίζουν στον εαυτό τους ότι η σχέση τους με το παιδί δεν έχει ως απώτερο στόχο το να ικανοποιήσει τις δικές τους προσδοκίες και απαιτήσεις, αφού το παιδί δεν αποτελεί ναρκισσιστική προέκταση τους, αλλά ξεχωριστή οντότητα, που βιώνει μια κρίσιμη καμπή διαμόρφωσης και ανάπτυξης.