«Πρέπει να ετοιμάσω την παρουσίαση της Παρασκευής, αλλά λίγο αργότερα»
«Το σπίτι χρειάζεται καθάρισμα, αλλά θα το κάνω σε λίγο»
«Θα ήταν καλό να συμπλήρωνα αιτήσεις για δουλειά, αλλά ας μπω στο facebook λίγο ακόμα»
Μήπως οι πιο πάνω δηλώσεις σου είναι γνώριμες; Αν όχι, θα δυσκολευτώ να σε πιστέψω, αν πάλι απάντησες ναι, καλωσόρισες στο κλαμπ της αναβλητικότητας!
Λίγο πολύ όλοι είμαστε σε κάποιο βαθμό αναβλητικοί. Πάρτε για παράδειγμα εμένα, που είχα κάθε καλή πρόθεση να γράψω αυτό το άρθρο, αλλά πάντα κάτι προέκυπτε ή πιο σωστά, εγώ «επέλεγα» να αφήσω κάτι άλλο να προκύψει.
Τι συμβαίνει όμως με τα άτομα που υποφέρουν από χρόνια αναβλητικότητα; Και λέω «υποφέρουν» γιατί η χρόνια αναβλητικότητα μπορεί να προβεί επιζήμια στην αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση του ατόμου, στην εργασία και σταδιοδρομία του, στις σχέσεις του αλλά και στην σωματική και ψυχική του υγεία.
Τι είναι καταρχάς η αναβλητικότητα και τι κρύβεται πίσω από αυτήν;
H αναβλητικότητα μπορεί να ορισθεί ως η τάση του ατόμου να αναβάλλει για μεταγενέστερη χρονικά στιγμή, δραστηριότητες, παρόλο που τις αναγνωρίζει ως ωφέλιμες για τον ίδιο και συνήθως επιθυμεί να ολοκληρώσει. Είναι δηλαδή η ηθελημένη καθυστέρηση της κατάκτησης ενός στόχου, έχοντας παράλληλα την επίγνωση ότι κάτι τέτοιο θα έχει αρνητικό ίσως αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα.
Στενά συνυφασμένη με την αναβλητικότητα είναι η παρορμητικότητα. Δηλαδή η ροπή εκείνη του ατόμου να «ελέγχεται» από το συναίσθημα της στιγμής και να ενδίδει σε πράξεις που θα του δώσουν μεν άμεση ευχαρίστηση, αλλά που θα προβεί επιζήμια μακροπρόθεσμα. Παραδείγματα αποτελούν ένα άτομο που σπάζει την δίαιτά του στη θέα μιας σοκολάτας, ή ένα άτομο που πρέπει να μελετήσει για εξετάσεις προαγωγής αλλά ενδίδει στην πρόσκληση φίλων για ποτό. Άρα η αναβλητικότητα είναι στην πραγματικότητα μια «συναισθηματική» κατάσταση, αφού η διάθεση της στιγμής είναι αυτή που θα μας υποκινήσει προς δραστηριότητες που ξεφεύγουν των στόχων μας.
Η αναζήτηση άμεσης ικανοποίησης, συνδέεται επιστημονικά με την έκκριση της ορμόνης ντοπαμίνης στον εγκέφαλο που είναι συνδεδεμένη με την ενεργοποίηση των συστημάτων μάθησης και επιβράβευσης, καθώς και με την δημιουργία και ενίσχυση των εθισμών.
Κάποιοι άλλοι με περισσότερα χαρακτηριστικά τελειομανίας, διακατέχονται ενδόμυχα από φόβο να ξεκινήσουν ή να ολοκληρώσουν κάτι, μήπως δεν έχει το τέλειο αποτέλεσμα που φαντάζονται, ή αργοπορούν περιμένοντας την «κατάλληλη» στιγμή και τις «τέλειες» συνθήκες. Ο φόβος της αποτυχίας παίζει κεντρικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση των ατόμων αυτών. Όμως, όπως σοφά έχει παρατηρήσει ο Salvador Dali «δεν πρέπει να φοβάσαι την τελειότητα αφού δεν πρόκειται ποτέ να την αγγίξεις».
Επίσης μια άλλη μερίδα ατόμων, ίσως περισσότερο αγχωτικών, γίνονται αναβλητικοί λόγω του ότι επιστρατεύουν τον ασυνείδητο μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται «φυγή», την υποσυνείδητη δηλαδή κατάσταση κατά την οποία το άτομο αποφεύγει να αντιμετωπίσει ένα γεγονός, ώστε να μην αναγκαστεί να βιώσει το άγχος και την σύγκρουση που συνδέεται με αυτό. Ίσως να μην έχουν την απαραίτητη εμπιστοσύνη στο εαυτό τους ότι θα τα καταφέρουν, όμως η περίπτωση αυτή μοιάζει λίγο-πολύ με «στρουθοκαμηλισμό» αφού όσο και αν κανείς επιλέγει να εθελοτυφλεί, αυτό που πρέπει να γίνει παραμένει να αιωρείται.
Τέλος, άλλοι ίσως λιγότερο αγχώδεις ιδιοσυγκρασιακά, περιμένουν την έκκριση της αδρεναλίνης που σχετίζεται με τα άγχος της τελευταίας στιγμής, ως «υπενθύμιση» για να ξεκινήσουν.
Οι περισσότεροι χρόνιοι αναβλητικοί επηρεάζονται όχι απαραίτητα από έναν από τους πιο πάνω λόγους, αλλά συνήθως από ένα συνδυασμό των πιο πάνω.
Τα αποτελέσματα της χρόνιας αναβλητικότητας είναι πρωτίστως η στασιμότητα και κατ’ επέκταση η μειωμένη αυτοεκτίμηση, μειωμένη εργασιακή παραγωγικότητα, προβλήματα στις σχέσεις και προβλήματα στη σωματική και ψυχική υγεία. Έρευνες υποστηρίζουν ότι τα χρόνια αναβλητικά άτομα είναι περισσότερο επιρρεπή στην κατάθλιψη και στο άγχος. Ακόμα η αναβλητικότητα μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο όπου αυτή δημιουργεί συναισθήματα απογοήτευσης και ανεπάρκειας και τα συναισθήματα αυτά οδηγούν με τη σειρά τους σε περαιτέρω αναβλητικότητα.
Ποια είναι όμως η λύση στα πιο πάνω;
Καταρχάς να αναγνωρίσεις το μέγεθος του προβλήματος και τους λόγους που εσένα προσωπικά σε οδηγούν στο να «επιλέγεις» την αναβλητικότητα αντί περισσότερο υγιείς επιλογές για την ανέλιξή σου. Μετέπειτα να αναθεωρήσεις ή και να θέσεις νέους στόχους οι οποίο καλό θα είναι να εμπεριέχουν το στοιχείο της πρόκλησης, αλλά παράλληλα να είναι και ρεαλιστικοί. Τέλος να τους χωρίσεις σε μικρά και εφικτά βήματα και να τους κάνεις μετρήσιμους και συγκεκριμένους και όχι γενικούς και αόριστους. Π.χ «Θα δουλέψω στο άρθρο αύριο μεταξύ των ωρών 8:00 -10:00. Θα γράψω τον πρόλογο και τις παραγράφους που σχετίζονται με την παρορμητικότητα και την τελειοθηρία». Ακόμα μην ξεχνάς να επιβραβεύεις τον εαυτό σου κάθε φορά που κατακτάς μέρος του στόχου σου, ίσως με τις δραστηριότητες που τείνουν να σε παρασύρουν σε λάθος χρονικές στιγμές. Τα πιο πάνω μπορούν να γίνουν πολύ ευκολότερα με την βοήθεια του ειδικού ψυχικής υγείας αφού υπάρχουν διάφορες και ποικίλες τεχνικές που μπορούν να σε βοηθήσουν να υπερνικήσεις την αναβλητικότητα αλλά απέχουν από τον σκοπό του παρόντος άρθρου.
Αν είσαι λοιπόν καταστασιακός ή χρόνιος αναβλητικός, καλό είναι να κοιτάξεις μέσα σου ώστε να σταματήσεις να σαμποτάρεις τον εαυτό σου και τους στόχους σου, και να αρχίσεις να περπατάς προς αυτούς ένα βήμα τη φορά, διατηρώντας ισορροπία μεταξύ δραστηριοτήτων που προσφέρουν άμεση ευχαρίστηση και δραστηριοτήτων που προσφέρουν μακροπρόθεσμη ικανοποίηση. Τίποτα δεν είναι εύκολο αλλά τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Φτάνει να το θέλεις πολύ. Πιο πολύ από του φόβους σου και τις στιγμιαίες απολαύσεις σου.